- ἑξάπλευρα
- ἑξάπλευροςwith six sidesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοδερμίδα — Φυτικός ιστός. Αποτελείται από μια στιβάδα εξειδικευμένων κυττάρων που συνήθως βρίσκονται στις ρίζες, αλλά πολλές φορές και στον βλαστό. Στη ρίζα η ε. κατασκευάζει μια συνεχή θήκη, πάχους ενός κυττάρου. Τα κύτταρά της δεν έχουν μεσοκυττάριους… … Dictionary of Greek
διοπτάσιος — Σπάνιο ορυκτό, ένυδρο πυριτικό άλας χαλκού, του τύπου CuSiO3 Η2Ο. Είναι μέλος της ομάδας των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Οι κρύσταλλοι του δ. σχηματίζουν δέσμες, είναι πρισματικοί με εξάπλευρα άκρα και παράλληλες… … Dictionary of Greek
κεμμερερίτης — Ορυκτό, γνωστό και ως χρωμιούχος χλωρίτης με χημικό τύπο Mg5(Al,Cr)2Si3O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας εξάπλευρα σχήματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2 2,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό βάρος 2,64 g/cm3. Έχει βαθύ… … Dictionary of Greek